- υποθαλάσσιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας, υποβρύχιος2. φρ. α) «υποθαλάσσια κατολίσθηση»(γεωλ.-ωκεαν.) κίνηση ασταθούς μάζας ιζημάτων και οργανικών φερτών υλικών από την κορυφή προς τα κατάντη ενός υποθαλάσσιου κάνυον ή μιας ηπειρωτικής κατωφέρειαςβ) «υποθαλάσσια λιβάδια»ωκεαν. φυτικές διαπλάσεις, ανάλογες με εκείνες τής χέρσου, που καλύπτουν τμήματα τού θαλάσσιου βυθούγ) «υποθαλάσσια ρηγματική ζώνη»(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. ρηγματικήδ) «υποθαλάσσιο κάνυον»(γεωλ.-ωκεαν.) βαθιά υποθαλάσσια κοιλάδα με απότομα τοιχώματα που αρχίζει από το περιθώριο τών ηπείρων και καταλήγει στις αβυσσαίες πεδιάδες τών ωκεανώνε) «υποθαλάσσιο οροπέδιο»(γεωλ.-ωκεαν.) άλλη ονομασία για το ωκεάνιο οροπέδιοστ) «υποθαλάσσιο όρος»(γεωλ.-ωκεαν.) έπαρμα τού θαλάσσιου βυθούζ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. ριπίδιοη) «υποθαλάσσιο χάσμα»(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. χάσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + θάλασσα + κατάλ. -ιος (πρβλ. παρα-θαλάσσ-ιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].
Dictionary of Greek. 2013.